σκαπουλάρω

σκαπουλάρω
(αόρ. σκαπούλαρα и σκαπουλάρισα) μετ. , αμετ.
1) спастись, отделаться, избавиться (от чего-л.); избежать опасности; ήταν βαρεία άρρωστος, αλλά τώρα (την) σκαπουλάρισε он был тяжело болен, но сейчас поправился; 2) ускользать (из рук кого-л.); удирать, совершать побег

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκαπουλάρω" в других словарях:

  • σκαπουλάρω — σκαπουλάρω, σκαπούλαρα και σκαπουλάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκαπουλάρω — Ν 1. δραπετεύω, διαφεύγω («τή σκαπούλαρε ο κλέφτης») 2. απαλλάσσομαι από κίνδυνο, γλυτώνω, σώζομαι («τή σκαπούλαρε και πάλι» τά κατάφερε πάλι να γλυτώσει) 3. (για άρρωστο) αποθεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scapolare «φεύγω από φόβο»] …   Dictionary of Greek

  • σκαπουλάρω — σκαπούλαρα και σκαπουλάρισα (λ. ιταλ.) 1. ξεφεύγω, δραπετεύω: Μην πας να μας τη σκαπουλάρεις! 2. διασώζομαι, γλιτώνω: Είναι θαύμα πως τη σκαπουλάρισε αυτή τη φορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαπουλάρισμα — το, Ν [σκαπουλάρω] 1. δραπέτευση, διαφυγή 2. γλυτωμός, διάσωση 3. (για άρρωστο) απρόσμενη αποθεραπεία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»